Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νοδάρος — ο συμβολαιογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. nodaro] … Dictionary of Greek
νοδαρικός — ή, ό [νοδάρος] (για έγγραφο) αυτός που έχει συνταχθεί από νοδάρο, συμβολαιογραφικός … Dictionary of Greek